- οσμιδρωσία
- οσμίδρωσις (-εως) η потливость, выделение пота (с резким запахом)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οσμιδρωσία — και οσμίδρωση, η έκκριση δύσοσμου ιδρώτα, αλλ. βρωμιδρωσία ή κακιδρωσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. osmidrosis < οσμή + ίδρωση (< ιδρώνω). Η λ., στον λόγιο τ. οσμίδρωσις, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek